θυωρίτης

θυωρίτης
θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός]
1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός*
2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους»
Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”